- εὐσταθίη
- εὐστάθειαstabilityfem nom/voc sg (epic ionic)εὐσταθίηstabilityfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
εὐσταθίᾳ — εὐσταθίᾱͅ , εὐστάθεια stability fem dat sg (attic doric ionic aeolic) εὐσταθίᾱͅ , εὐσταθίη stability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)